parlamento
Βενετικά (vec) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
parlamento (vec)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parlamento | parlamentoj |
αιτιατική | parlamenton | parlamentojn |
parlamento (eo)
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
parlamento | parlamentos |
parlamento (es) αρσενικό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
parlamento | parlamenti |
parlamento (it) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
parlamento | parlamentos |
parlamento (pt) αρσενικό