parlamento
Βενετικά (vec)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parlamento | parlamentoj |
αιτιατική | parlamenton | parlamentojn |
parlamento (eo)