εκφωνητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεκφωνητής < εκφωνώ, εκφωνη- + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκφωνητής αρσενικό (θηλυκό εκφωνήτρια)
- αυτός που εκφωνεί κάποιο κείμενο
- (ειδικότερα, επάγγελμα) αυτός που κάνει τις εκφωνήσεις σε ραδιοφωνικό σταθμό