Ansager
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ansager | die | Ansager |
γενική | des | Ansagers | der | Ansager |
δοτική | dem | Ansager | den | Ansagern |
αιτιατική | den | Ansager | die | Ansager |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAnsager (de) αρσενικό