speak
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | speak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | speaks |
αόριστος | spoke |
παθητική μετοχή | spoken |
ενεργητική μετοχή | speaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Και παλαιός αόριστος spake. |
Ρήμα
επεξεργασίαspeak (en)
- (αμετάβατο) μιλάω σε κάποιον για κάτι· έχω μια συζήτηση με κάποιον
- (αμετάβατο) μιλάω, χρησιμοποιώ τη φωνή μου για να πω κάτι
- (μεταβατικό) μιλάω, έχω την ικανότητα να μιλάω σε μια συγκεκριμένη γλώσσα
- ⮡ I speak Greek very well because my mother is Greek.
- Μιλάω τα ελληνικά πολύ καλά επειδή η μητέρα μου είναι Ελληνίδα.
- ⮡ Do they speak English here?
- Μιλάνε αγγλικά εδώ;
- ⮡ English is spoken all over the world.
- Τα αγγλικά μιλιούνται σ' όλο τον κόσμο.
- ⮡ I speak Greek very well because my mother is Greek.
- (μεταβατικό) λέω, δηλώνω προφορικά μια λέξη ή φράση
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- speak - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω