tell
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | tell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tells |
αόριστος | told |
παθητική μετοχή | told |
ενεργητική μετοχή | telling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα Επεξεργασία
tell (en)
- (μεταβατικό) λέω, διηγούμαι, κάποιος δίνει προφορικά ή γραπτά πληροφορία
- (μεταβατικό) λέω, κάτι δίνει πληροφορία
- (αμετάβατο) (ανεπίσημο) λέω ένα μυστικό
- ↪ Don’t tell anyone.
- Μην το πεις σε κανέναν.
- ↪ Don’t tell anyone.
- (μεταβατικό) λέω, δίνω εντολή
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαβαίνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι σωστά
- ↪ When he speaks quickly, I cannot tell what he is saying.
- Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
- ↪ I can tell the seriousness of the situation.
- Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ↪ When he speaks quickly, I cannot tell what he is saying.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρίνω κάτι σωστά
- (μεταβατικό) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ↪ I tell right from wrong.
- Διακρίνω το καλό από το κακό.
- ↪ I can not tell them apart.
- Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
- ↪ The twins are so alike that I can’t tell one from the other.
- Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
- ↪ I tell right from wrong.
Συνώνυμα Επεξεργασία
Σημειώσεις Επεξεργασία
Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- tell - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78, 221-222, 236, 424, 480, 495-497, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, διηγούμαι, καταλαβαίνω, κρίνω, λέ(γ)ω, ξεχωρίζω