ενεστώτας tell
γ΄ ενικό ενεστώτα tells
αόριστος told
παθητική μετοχή told
ενεργητική μετοχή telling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

tell (en)

  1. (μεταβατικό) λέω, διηγούμαι, κάποιος δίνει προφορικά ή γραπτά πληροφορία
    ⮡  He told me it was raining.
    Μου είπε ότι έβρεχε.
    ⮡  -“What time will he be back?” -“He didn’t tell me.”
    -«Τι ώρα θα γυρίσει;» -«Δεν είπε
    ⮡  She is telling a joke.
    Λέει ένα αστείο.
    ⮡  What have I told you to say?
    Τι σας έχω πει να λέτε;
    ⮡  I am telling a story.
    Διηγούμαι μια ιστορία.
     συνώνυμα: say, speak, narrate (επίσημο), recount (επίσημο), utter (επίσημο)
  2. (μεταβατικό) λέω, κάτι δίνει πληροφορία
    ⮡  My watch tells me it is 7:30.
    Το ρολόι μου λέει 7.30.
    ⮡  The law tells us…
    Ο νόμος λέει
     συνώνυμα: say
  3. (αμετάβατο, ανεπίσημο) λέω ένα μυστικό
    ⮡  Don’t tell anyone.
    Μην το πεις σε κανέναν.
  4. (μεταβατικό) λέω, δίνω εντολή
    ⮡  He told us to leave immediately.
    Μας είπε να φύγουμε αμέσως.
     συνώνυμα: say
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) καταλαβαίνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι σωστά, διακρίνω
    ⮡  When he speaks quickly, I cannot tell what he is saying.
    Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
    ⮡  You can tell from his expression that he’s lying.
    Από την έκφρασή του καταλάβαινες ότι λέει ψέματα.
    ⮡  I can tell the seriousness of the situation.
    Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
    ⮡  You can easily tell there’s a hostile mood of the residents towards the tourists.
    Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων απέναντι στους τουρίστες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
  6. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) κρίνω κάτι σωστά
    ⮡  Who is going to tell if it is necessary or not?
    Ποιος θα κρίνει αν είναι αναγκαίο ή όχι;
    ⮡  Only I can tell how urgent it is.
    Μόνο εγώ μπορώ να κρίνω πόσο επείγον είναι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη judge
  7. (μεταβατικό, όχι στα continuous tenses ή στην παθητική φωνή) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    ⮡  I tell right from wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
    ⮡  I can not tell them apart.
    Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
    ⮡  The twins are so alike that I can’t tell one from the other.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • για τη διαφορά χρήσης μεταξύ tell και say → δείτε τις σημειώσεις του say

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  • tell - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78, 221-222, 236, 424, 480, 495-497, 613. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, διηγούμαι, καταλαβαίνω, κρίνω, λέ(γ)ω, ξεχωρίζω