narrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | narrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | narrates |
αόριστος | narrated |
παθητική μετοχή | narrated |
ενεργητική μετοχή | narrating |
Ρήμα
επεξεργασίαnarrate (en)
ενεστώτας | narrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | narrates |
αόριστος | narrated |
παθητική μετοχή | narrated |
ενεργητική μετοχή | narrating |
narrate (en)