Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡ʒʌd͡ʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
judge judges

judge (en)

ενεστώτας judge
γ΄ ενικό ενεστώτα judges
αόριστος judged
παθητική μετοχή judged
ενεργητική μετοχή judging

judge (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρίνω, σχηματίζω γνώμη για κάποιον ή κάτι με βάση τις πληροφορίες που έχω
    ⮡  Who is going to judge if it is necessary or not?
    Ποιος θα κρίνει αν είναι αναγκαίο ή όχι;
    ⮡  Only I can judge how urgent it is.
    Μόνο εγώ μπορώ να κρίνω πόσο επείγον είναι.
    ⮡  You must not judge by appearances.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
     συνώνυμα:  go by, go off και tell
  2. δικάζω
  3. αποφασίζω