ενεστώτας go off
γ΄ ενικό ενεστώτα goes off
αόριστος went off
παθητική μετοχή gone off
ενεργητική μετοχή going off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go off < → δείτε τις λέξεις go και off

go off (en)

  1. (αμετάβατο) σβήνω, για φως, ηλεκτρισμό κλπ που σταματά να λειτουργεί
    ⮡  The lights went off.
    Τα φώτα έσβησαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
  2. (αμετάβατο) εξελίσσομαι, συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The meeting went off without a hitch.
    Η συγκέντρωση εξελίχθηκε καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  3. (μεταβατικό) κρίνω, σχηματίζω άποψη από κάτι
    ⮡  Going off of what you’re saying…
    Κρίνοντας απ’ ό,τι λες…
    ⮡  You must not go off of appearances.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
    ⮡  If we go off his work as a whole…
    Αν κρίνουμε το έργο του συνολικά…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη judge