go off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes off |
αόριστος | went off |
παθητική μετοχή | gone off |
ενεργητική μετοχή | going off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo off (en)
- (αμετάβατο) σβήνω, για φως, ηλεκτρισμό κλπ που σταματά να λειτουργεί
- ⮡ The lights went off.
- Τα φώτα έσβησαν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
- ⮡ The lights went off.
- (αμετάβατο) εξελίσσομαι, συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο
- (μεταβατικό) κρίνω, σχηματίζω άποψη από κάτι
Πηγές
επεξεργασία- go off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 304, 781. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξελίσσω, σβήνω