tell apart
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tell apart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tells apart |
αόριστος | told apart |
παθητική μετοχή | told apart |
ενεργητική μετοχή | telling apart |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtell apart (en)
- (μεταβατικό) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ↪ I tell right apart from wrong.
- Διακρίνω το καλό από το κακό.
- ↪ I can not tell them apart.
- Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
- ↪ The twins are so alike that I can’t tell them apart.
- Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
- ≈ συνώνυμα: differentiate, discern, discriminate, distinguish και tell
- ↪ I tell right apart from wrong.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω