discern
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | discern |
γ΄ ενικό ενεστώτα | discerns |
αόριστος | discerned |
παθητική μετοχή | discerned |
ενεργητική μετοχή | discerning |
Ρήμα
επεξεργασίαdiscern (en)
- διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ⮡ I discern right from wrong.
- Διακρίνω το καλό από το κακό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
- ⮡ I discern right from wrong.
- βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι
Πηγές
επεξεργασία- discern - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω