ενεστώτας discern
γ΄ ενικό ενεστώτα discerns
αόριστος discerned
παθητική μετοχή discerned
ενεργητική μετοχή discerning

discern (en)

  1. διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    ⮡  I discern right from wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
  2. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι
     συνώνυμα: make out, perceive