ενεστώτας make out
γ΄ ενικό ενεστώτα makes out
αόριστος made out
παθητική μετοχή made out
ενεργητική μετοχή making out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
make out < → δείτε τις λέξεις make και out

make out (en)

  1. (αργκό, αμετάβατο, αμερικανικά αγγλικά) φασώνομαι
    ⮡  The two of them made out at the party.
    Οι δύο τους φασωθήκανε στο πάρτι.
  2. ξεχωρίζω, βγάζω, καταφέρνω να δω κάποιον ή κάτι ή να διαβάσω ή να ακούσω κάτι
    ⮡  I make out a figure in the dark.
    Ξεχωρίζω μια φιγούρα στο σκοτάδι.
    ⮡  I can’t make out your handwriting.
    Δεν βγάζω τα γράμματά σου.
  3. παρασταίνω, παρουσιάζω, περνάω, βγάζω, λέω ότι κάτι είναι αληθινό όταν μπορεί να μην είναι
    ⮡  He is not as bad as they make him out to be.
    Δεν είναι τόσο κακός όσο τον παρασταίνουν.
    ⮡  She’s not what you made her out to be.
    Δεν είναι όπως την παρουσίασες.
    ⮡  I am not as rich as you make me out to be.
    Δεν είμαι τόσο πλούσιος όσο με περνάς.
    ⮡  Are you trying to make me out to be a thief?
    Προσπαθείς να με βγάλεις κλέφτη;
     συνώνυμα:  represent