represent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | represent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | represents |
αόριστος | represented |
παθητική μετοχή | represented |
ενεργητική μετοχή | representing |
Ρήμα
επεξεργασίαrepresent (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, είμαι μέλος μιας ομάδας ανθρώπων και ενεργώ ή μιλάω για λογαριασμό τους σε μια εκδήλωση, μια συνάντηση κτλ.
- ⮡ Greece will be represented at the meeting by the Minster of Defense.
- Η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί στη σύνοδο από τον Υπουργό Αμύνης.
- ⮡ Can I have someone represent me in the annual meeting?
- Μπορώ ν' αντιπροσωπευτώ στην ετήσια συνευλέση;
- ⮡ Greece will be represented at the meeting by the Minster of Defense.
- εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, ενεργώ ή μιλάω επίσημα για κάποιον και υποστηρίζω τα συμφέροντά του
- ⮡ Who represents the company in Greece?
- Ποιος εκπροσωπεί την εταιρεία στην Ελλάδα;
- ⮡ I am representing the bank/the company.
- Αντιπροσωπεύω την τράπεζα/την εταιρεία.
- ⮡ Who represents the company in Greece?
- (όχι στα continuous tenses) συμβολίζω, αναπαριστώ, είναι σύμβολο κάτι
- αντιπροσωπεύω, είμαι κάτι
- ⮡ This discovery represents a major scientific advance.
- Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
- ⮡ This discovery represents a major scientific advance.
- (μόνο στην παθητική φωνή) εκπροσωπούμαι, είμαι παρών σε κάτι σε συγκεκριμένο βαθμό
- ⮡ All points of view are represented in the new board of directors.
- Στο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις.
- ⮡ All points of view are represented in the new board of directors.
- (όχι στην παθητική φωνή) εκπροσωπώ, είμαι παράδειγμα ή έκφραση κάτι
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- (επίσημο) παριστάνω, απεικονίζω, αναπαρασταίνω, δείχνω κάποιον ή κάτι, ειδικά σε μια εικόνα
- ⮡ This painting represents a scene from the Bible.
- Αυτός ο πίνακας παριστάνει μια σκηνή από τη Βίβλο.
- ⮡ This painting doesn’t represent anything.
- Αυτός ο πίνακας δεν παριστάνει/απεικονίζει τίποτα.
- ⮡ This painting represents Hercules.
- Αυτός ο πίνακας αναπαρασταίνει τον Ηρακλή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη depict
- ⮡ This painting represents a scene from the Bible.
- (επίσημο) παρουσιάζω, εμφανίζω, παριστάνω, περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, ειδικά όταν αυτό μπορεί να μην είναι δίκαιο
- (επίσημο) εκφράζω, εξηγώ, κάνω επίσημη δήλωση σε κάποιον αρμόδιο για να γνωστοποιήσω τις απόψεις μου ή να διαμαρτυρηθώ
- ⮡ They represented their grievances to the Manager.
- Εξέφρασαν/Εξήγησαν τα παράπονά τους στο Διευθυντή.
- ⮡ They represented their grievances to the Manager.