Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκπροσωπώ < μεσαιωνική ελληνική εκπροσωπώ < εκ- + αρχαία ελληνική πρόσωπον < πρός + ὤψ < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.pɾo.soˈpo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

εκπροσωπώ

  1. ενεργώ για λογαριασμό κάποιου, είμαι εκπρόσωπός του
     συνώνυμα: αντιπροσωπεύω
  2. εκφράζω μια ομάδα (καλλιτεχνική, ιδεολογική, πολιτική κ.λπ.) στην οποία και ανήκω ή μια τάση στην οποία και συμμετέχω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία