Ετυμολογία

επεξεργασία

εκπροσωπώ

  1. ενεργώ για λογαριασμό κάποιου, είμαι εκπρόσωπός του
     συνώνυμα: αντιπροσωπεύω
  2. εκφράζω μια ομάδα (καλλιτεχνική, ιδεολογική, πολιτική κ.λπ.) στην οποία και ανήκω ή μια τάση στην οποία και συμμετέχω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία