Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπαριστώ < ἀναπαριστῶ και ἀναπαριστάνω, η πρώτη λόγια λέξη της καθαρεύουσας από την ἀνά και το παρίστημι για να αποδώσει το γαλλικό représenter, η δεύτερη πάλι λόγια λέξη από το ἀνά και τη μεσαιωνική ελληνική παριστάνω και παρασταίνω ( < παρίστημι)

  Ρήμα επεξεργασία

αναπαριστώ , πρτ.: αναπαριστούσα, στ.μέλλ.: θα αναπαραστήσω, αόρ.: αναπαρέστησα, παθ.φωνή: αναπαριστώμαιμτχ αναπαριστώντας

  1. αναπαράγω, απεικονίζω πιστά κάτι
    Δεν αναπαριστά σωστά τα χαρακτηριστικά του προσώπου
    Τα χαρακτηριστικά δεν αναπαριστώνται πιστά
    Αναπαριστά σε μακέτα την πλατεία Συντάγματος όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα
    Η πλατεία αναπαρίσταται θαυμάσια στη μακέτα
    Αναπαρέστησαν τη σκηνή του εγκλήματος και διαπίστωσαν ότι ο φερόμενος ως αυτόπτης μάρτυρας δεν μπορούσε να έχει οπτική επαφή με το σημείο


Ταυτόσημο επεξεργασία


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία