παρασταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασταίνω < αρχαία ελληνική παρίστημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈste.no/
Ρήμα
επεξεργασίαπαρασταίνω (παθητική φωνή: παρασταίνομαι)
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του παριστάνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρασταίνω | παράσταινα | θα παρασταίνω | να παρασταίνω | παρασταίνοντας | |
β' ενικ. | παρασταίνεις | παράσταινες | θα παρασταίνεις | να παρασταίνεις | παράσταινε | |
γ' ενικ. | παρασταίνει | παράσταινε | θα παρασταίνει | να παρασταίνει | ||
α' πληθ. | παρασταίνουμε | παρασταίναμε | θα παρασταίνουμε | να παρασταίνουμε | ||
β' πληθ. | παρασταίνετε | παρασταίνατε | θα παρασταίνετε | να παρασταίνετε | παρασταίνετε | |
γ' πληθ. | παρασταίνουν(ε) | παράσταιναν παρασταίναν(ε) |
θα παρασταίνουν(ε) | να παρασταίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παράστησα | θα παραστήσω | να παραστήσω | παραστήσει | ||
β' ενικ. | παράστησες | θα παραστήσεις | να παραστήσεις | παράστησε | ||
γ' ενικ. | παράστησε | θα παραστήσει | να παραστήσει | |||
α' πληθ. | παραστήσαμε | θα παραστήσουμε | να παραστήσουμε | |||
β' πληθ. | παραστήσατε | θα παραστήσετε | να παραστήσετε | παραστήστε | ||
γ' πληθ. | παράστησαν παραστήσαν(ε) |
θα παραστήσουν(ε) | να παραστήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραστήσει | είχα παραστήσει | θα έχω παραστήσει | να έχω παραστήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραστήσει | είχες παραστήσει | θα έχεις παραστήσει | να έχεις παραστήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραστήσει | είχε παραστήσει | θα έχει παραστήσει | να έχει παραστήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραστήσει | είχαμε παραστήσει | θα έχουμε παραστήσει | να έχουμε παραστήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραστήσει | είχατε παραστήσει | θα έχετε παραστήσει | να έχετε παραστήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραστήσει | είχαν παραστήσει | θα έχουν παραστήσει | να έχουν παραστήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασταίνω
|