παρασταίνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρασταίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρασταίνω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρασταίνομαι | παρασταινόμουν(α) | θα παρασταίνομαι | να παρασταίνομαι | ||
β' ενικ. | παρασταίνεσαι | παρασταινόσουν(α) | θα παρασταίνεσαι | να παρασταίνεσαι | παρασταίνου | |
γ' ενικ. | παρασταίνεται | παρασταινόταν(ε) | θα παρασταίνεται | να παρασταίνεται | ||
α' πληθ. | παρασταινόμαστε | παρασταινόμαστε παρασταινόμασταν |
θα παρασταινόμαστε | να παρασταινόμαστε | ||
β' πληθ. | παρασταίνεστε | παρασταινόσαστε παρασταινόσασταν |
θα παρασταίνεστε | να παρασταίνεστε | παρασταίνεστε | |
γ' πληθ. | παρασταίνονται | παρασταίνονταν παρασταινόντουσαν |
θα παρασταίνονται | να παρασταίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραστήθηκα | θα παρασταθώ | να παρασταθώ | παρασταθεί | ||
β' ενικ. | παραστήθηκες | θα παρασταθείς | να παρασταθείς | |||
γ' ενικ. | παραστήθηκε | θα παρασταθεί | να παρασταθεί | |||
α' πληθ. | παρασταθήκαμε | θα παρασταθούμε | να παρασταθούμε | |||
β' πληθ. | παρασταθήκατε | θα παρασταθείτε | να παρασταθείτε | παρασταθείτε | ||
γ' πληθ. | παραστήθηκαν παρασταθήκαν(ε) |
θα παρασταθούν(ε) | να παρασταθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρασταθεί | είχα παρασταθεί | θα έχω παρασταθεί | να έχω παρασταθεί | ||
β' ενικ. | έχεις παρασταθεί | είχες παρασταθεί | θα έχεις παρασταθεί | να έχεις παρασταθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρασταθεί | είχε παρασταθεί | θα έχει παρασταθεί | να έχει παρασταθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρασταθεί | είχαμε παρασταθεί | θα έχουμε παρασταθεί | να έχουμε παρασταθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρασταθεί | είχατε παρασταθεί | θα έχετε παρασταθεί | να έχετε παρασταθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρασταθεί | είχαν παρασταθεί | θα έχουν παρασταθεί | να έχουν παρασταθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρασταίνομαι
|