παριστάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παριστάνω < ελληνιστική παριστάνω < αρχαία ελληνική παρίστημι
Ρήμα
επεξεργασίαπαριστάνω
- αποδίδω μία έννοια ή ένα αντικείμενο με ένα σχέδιο ή ένα γλυπτό
- υποκρίνομαι
- παίζω ένα ρόλο σε ένα κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο
- εμφανίζομαι σαν κάποιος άλλος
Ταυτόσημο
επεξεργασία- παρασταίνω (λαϊκότροπο)
- παριστώ (λόγιο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποδίδω κάτι με ένα σχέδιο
υποκρίνομαι
→ δείτε τη λέξη υποκρίνομαι |