ενεστώτας depict
γ΄ ενικό ενεστώτα depicts
αόριστος depicted
παθητική μετοχή depicted
ενεργητική μετοχή depicting

Ετυμολογία

επεξεργασία

depict (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. depict - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)