depict
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | depict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depicts |
αόριστος | depicted |
παθητική μετοχή | depicted |
ενεργητική μετοχή | depicting |
Ετυμολογία επεξεργασία
depict < (λόγιο δάνειο) λατινική depictus < ρήμα depingo [1]
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
depict (en)