ενεστώτας depict
γ΄ ενικό ενεστώτα depicts
αόριστος depicted
παθητική μετοχή depicted
ενεργητική μετοχή depicting

  Ετυμολογία

επεξεργασία

depict < (λόγιο δάνειο) λατινική depictus < ρήμα depingo [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈpɪkt/

depict (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. depict - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)