portray
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | portray |
γ΄ ενικό ενεστώτα | portrays |
αόριστος | portrayed |
παθητική μετοχή | portrayed |
ενεργητική μετοχή | portraying |
Ρήμα
επεξεργασίαportray (en)
ενεστώτας | portray |
γ΄ ενικό ενεστώτα | portrays |
αόριστος | portrayed |
παθητική μετοχή | portrayed |
ενεργητική μετοχή | portraying |
portray (en)