ενικός         πληθυντικός  
portrait portraits

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

portrait (en)

  1. το πορτρέτο, η προσωπογραφία
  2. (μεταφορικά) το πορτρέτο, η απεικόνιση μιας κατάστασης μέσω του λόγου ή της εικόνας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη portray



      ενικός         πληθυντικός  
portrait portraits

  Ετυμολογία

επεξεργασία
portrait < portret, pourtrait, μετοχή του portraire (σχεδιάζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔʁ.tʁɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

portrait (fr) αρσενικό

  1. το πορτρέτο, η προσωπογραφία
  2. (μεταφορικά) το πορτρέτο, η απεικόνιση μιας κατάστασης μέσω του λόγου ή της εικόνας

Συγγενικά

επεξεργασία