portraitiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- portraitiste < portrait
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɔʁ.tʁe.tist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
portraitiste | portraitistes |
portraitiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
portraitiste | portraitistes |
portraitiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό