↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχεδιαστής οι σχεδιαστές
      γενική του σχεδιαστή των σχεδιαστών
    αιτιατική τον σχεδιαστή τους σχεδιαστές
     κλητική σχεδιαστή σχεδιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχεδιαστής < ελληνιστική κοινή σχεδιαστής[1] [2] < αρχαία ελληνική σχεδιάζω < σχέδιος < σχεδόν < σχεῖν / ἔχω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dessinateur[2] [3] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική designer[2] [3])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχεδιαστής αρσενικό (θηλυκό σχεδιάστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σχεδιαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 2,2 σχεδιαστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. 3,0 3,1 σχεδιαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας