Δείτε επίσης: désigner

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

designer (en)

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

designer < design

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
designer designers

designer (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο ντιζάινερ, o σχεδιαστής
  2. (κατ’ επέκταση) ντεκορατέρ που ακολουθεί το στυλ design