designer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdesigner (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- designer < design
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
designer | designers |
designer (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ντιζάινερ, o σχεδιαστής
- (κατ’ επέκταση) ντεκορατέρ που ακολουθεί το στυλ design