Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεκορατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική décorateur < λατινική decorator < decoratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος decoro < decor < decet

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεκορατέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό ντεκορατρίς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία