Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
design designs

design (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχέδιο, η σχεδίαση, η γενική διάταξη των διαφορετικών τμημάτων του κάτι που κατασκευάζεται, όπως ένα κτίριο, ένα βιβλίο, μια μηχανή κτλ.
    ⮡  the design of your house - το σχέδιο του σπιτιού σας
    ⮡  the design of a garden - το σχέδιο ενός κήπου
    ⮡  Your chairs have a nice design.
    Οι καρέκλες σου έχουν ωραίο σχέδιο.
    ⮡  We improved the page with a more modern design.
    Βελτιώσαμε τη σελίδα με πιο μοντέρνα σχεδίαση.
  2. (μη μετρήσιμο) ο σχεδιασμός, η διαδικασία του να αποφασίσει πώς κάτι θα φαίνεται, θα λειτουργήσει κτλ.
    ⮡  urban design - πολεοδομικός σχεδιασμός
    ⮡  design of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας
  3. (μετρήσιμο) το σχέδιο από το οποίο μπορεί να χτιστεί κάτι
    ⮡  an architectural design - αρχιτεκτονικό σχέδιο
    ⮡  I make the designs of a building.
    Kάνω τα σχέδια ενός κτιρίου.
  4. (μετρήσιμο) το σχέδιο, μια διάταξη γραμμών και σχημάτων ως διακόσμηση
    ⮡  fabrics with designs - υφάσματα με σχέδια
    ⮡  decorative/geometrical designs - διακοσμητικά/γεωμετρικά σχέδια
     συνώνυμα: pattern
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχέδιο με πρόθεση
    ⮡  Was the world made accidentally or by design?
    Έγινε ο κόσμος τυχαία ή με σχέδιο;
ενεστώτας design
γ΄ ενικό ενεστώτα designs
αόριστος designed
παθητική μετοχή designed
ενεργητική μετοχή designing

design (en)

  1. σχεδιάζω, αποφασίζω πώς θα φαίνεται, πώς θα λειτουργήσει κάτι κτλ., σχεδιάζοντας σχέδια, φτιάχνοντας μοντέλα υπολογιστών κτλ.
    ⮡  cars designed by… - αυτοκίνητα σχεδιασμένα από τον…
    ⮡  I am designing a new city.
    Σχεδιάζω μια νέα πόλη.
    ⮡  I am designing clothes/furniture/scenery.
    Σχεδιάζω ρούχα/έπιπλα/σκηνικά.
  2. προορίζω, σχεδιάζω ένα σύστημα, έναν τρόπο να κάνω κάτι κτλ., συνήθως για συγκεκριμένο σκοπό ή χρήση
    ⮡  This dictionary is designed for Greeks who are learning English.
    Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
    ⮡  We must design a policy which will bring us votes.
    Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.



      ενικός         πληθυντικός  
design designs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

design (fr) αρσενικό