design
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
design | designs |
design (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχέδιο, η σχεδίαση, η γενική διάταξη των διαφορετικών τμημάτων του κάτι που κατασκευάζεται, όπως ένα κτίριο, ένα βιβλίο, μια μηχανή κτλ.
- ⮡ the design of your house - το σχέδιο του σπιτιού σας
- ⮡ the design of a garden - το σχέδιο ενός κήπου
- ⮡ Your chairs have a nice design.
- Οι καρέκλες σου έχουν ωραίο σχέδιο.
- ⮡ We improved the page with a more modern design.
- Βελτιώσαμε τη σελίδα με πιο μοντέρνα σχεδίαση.
- (μη μετρήσιμο) ο σχεδιασμός, η διαδικασία του να αποφασίσει πώς κάτι θα φαίνεται, θα λειτουργήσει κτλ.
- ⮡ urban design - πολεοδομικός σχεδιασμός
- ⮡ design of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας
- (μετρήσιμο) το σχέδιο από το οποίο μπορεί να χτιστεί κάτι
- ⮡ an architectural design - αρχιτεκτονικό σχέδιο
- ⮡ I make the designs of a building.
- Kάνω τα σχέδια ενός κτιρίου.
- (μετρήσιμο) το σχέδιο, μια διάταξη γραμμών και σχημάτων ως διακόσμηση
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχέδιο με πρόθεση
- ⮡ Was the world made accidentally or by design?
- Έγινε ο κόσμος τυχαία ή με σχέδιο;
- ⮡ Was the world made accidentally or by design?
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | design |
γ΄ ενικό ενεστώτα | designs |
αόριστος | designed |
παθητική μετοχή | designed |
ενεργητική μετοχή | designing |
design (en)
- σχεδιάζω, αποφασίζω πώς θα φαίνεται, πώς θα λειτουργήσει κάτι κτλ., σχεδιάζοντας σχέδια, φτιάχνοντας μοντέλα υπολογιστών κτλ.
- ⮡ cars designed by… - αυτοκίνητα σχεδιασμένα από τον…
- ⮡ I am designing a new city.
- Σχεδιάζω μια νέα πόλη.
- ⮡ I am designing clothes/furniture/scenery.
- Σχεδιάζω ρούχα/έπιπλα/σκηνικά.
- προορίζω, σχεδιάζω ένα σύστημα, έναν τρόπο να κάνω κάτι κτλ., συνήθως για συγκεκριμένο σκοπό ή χρήση
- ⮡ This dictionary is designed for Greeks who are learning English.
- Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
- ⮡ We must design a policy which will bring us votes.
- Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
- ⮡ This dictionary is designed for Greeks who are learning English.
Πηγές
επεξεργασία- design (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- design (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 859-860, 860. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχεδιάζω, σχέδιο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
design | designs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdesign (fr) αρσενικό