Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντιζάινερ < αγγλική design < designer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντιζάινερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία