Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντιζάιν < (λόγιο δάνειο) αγγλική design (σχέδιο) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντιζάιν ουδέτερο άκλιτο

  • (τέχνη) σχέδιο, σχεδιασμός αισθητική που εφαρμόζεται στην ανεύρεση νέων μορφών για αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αλλά και έπιπλα, σπίτια, ...

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία