ντιζάιν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντιζάιν < (λόγιο δάνειο) αγγλική design (σχέδιο) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντιζάιν ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) σχέδιο, σχεδιασμός αισθητική που εφαρμόζεται στην ανεύρεση νέων μορφών για αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αλλά και έπιπλα, σπίτια, ...
Συγγενικά
επεξεργασία- βιομηχανικό ντιζάιν (εφαρμογή σε βιομηχανικά προϊόντα)
- ντιζάινερ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ντιζάιν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας