αναπαράγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπαράγω < καθαρεύουσα ἀναπαράγω < ἀνα + παράγω < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reproduire
Ρήμα
επεξεργασίααναπαράγω (παθητικό: αναπαράγομαι)
- παράγω απογόνους
- αναπαράγω το είδος
- επαναλαμβάνω ένα συμβάν με τις ίδιες συνθήκες για επαλήθευση ή μελέτη (κυρίως σε πειράματα)
- επαναλαμβάνω κάτι, π.χ. μια είδηση, άκριτα, χωρίς να παρεμβάλλω το προσωπικό μου κριτήριο ή να διερευνώ το ζήτημα
- Τα έντυπα μέσα δυστυχώς αναπαράγουν ό,τι βρίσκουν στο διαδύκτιο , το διαδίκτυο αναπαράγει τον εαυτό του κι ό,τι βρίσκει ο συντάκτης στα γρήγορα με ένα γκουγκλάρισμα, η δε τηλεόραση αναπαράγει εξίσου πρόχειρα τα ίδια προσθέτοντας πλάνα αρχείου ή στέλνοντας μια κάμερα για να έχει φρέσκα πλάνα από κάτι σχετικό και να μοιάζει ότι έγινε ρεπορτάζ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναπαράγω