regenerate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | regenerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regenerates |
αόριστος | regenerated |
παθητική μετοχή | regenerated |
ενεργητική μετοχή | regenerating |
Ρήμα
επεξεργασίαregenerate (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) αναπαράγω, μεγαλώνω ξανά, κάνω κάτι να μεγαλώσει ξανά
- ⮡ Lizards can regenerate their tails.
- Οι σαύρες μπορούν να αναπαράγουν την ουρά τους.
- ⮡ Lizards can regenerate their tails.
Πηγές
επεξεργασία- regenerate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπαράγω