Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπαραγόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπαραγόμεν
ος
η
αναπαραγόμεν
η
το
αναπαραγόμεν
ο
γενική
του
αναπαραγόμεν
ου
της
αναπαραγόμεν
ης
του
αναπαραγόμεν
ου
αιτιατική
τον
αναπαραγόμεν
ο
την
αναπαραγόμεν
η
το
αναπαραγόμεν
ο
κλητική
αναπαραγόμεν
ε
αναπαραγόμεν
η
αναπαραγόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπαραγόμεν
οι
οι
αναπαραγόμεν
ες
τα
αναπαραγόμεν
α
γενική
των
αναπαραγόμεν
ων
των
αναπαραγόμεν
ων
των
αναπαραγόμεν
ων
αιτιατική
τους
αναπαραγόμεν
ους
τις
αναπαραγόμεν
ες
τα
αναπαραγόμεν
α
κλητική
αναπαραγόμεν
οι
αναπαραγόμεν
ες
αναπαραγόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναπαραγόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
αναπαράγω
Μετοχή
επεξεργασία
αναπαραγόμενος
εκείνος που
αναπαράγεται
ο
αναπαραγόμενος
ήχος
το
αναπαραγόμενο
είδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπαραγόμενος