↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπαραγόμενος η αναπαραγόμενη το αναπαραγόμενο
      γενική του αναπαραγόμενου της αναπαραγόμενης του αναπαραγόμενου
    αιτιατική τον αναπαραγόμενο την αναπαραγόμενη το αναπαραγόμενο
     κλητική αναπαραγόμενε αναπαραγόμενη αναπαραγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπαραγόμενοι οι αναπαραγόμενες τα αναπαραγόμενα
      γενική των αναπαραγόμενων των αναπαραγόμενων των αναπαραγόμενων
    αιτιατική τους αναπαραγόμενους τις αναπαραγόμενες τα αναπαραγόμενα
     κλητική αναπαραγόμενοι αναπαραγόμενες αναπαραγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπαραγόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αναπαράγω

αναπαραγόμενος

  1. εκείνος που αναπαράγεται
    ο αναπαραγόμενος ήχος
    το αναπαραγόμενο είδος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία