Δείτε επίσης: συμβολοποιώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβολίζω < σύμβολ(ο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symboliser) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siɱ.voˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βο‐λί‐ζω

συμβολίζω, αόρ.: συμβόλισα, παθ.φωνή: συμβολίζομαι, π.αόρ.: συμβολίστηκα, μτχ.π.π.: συμβολισμένος

  1. εκφράζω με ένα σύμβολο
  2. είμαι το σύμβολο μιας ιδέας

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύμβολο, συν και βάλλω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία