Δείτε επίσης: συμβολοποιώ

Ετυμολογία

επεξεργασία

συμβολίζω, αόρ.: συμβόλισα, παθ.φωνή: συμβολίζομαι, π.αόρ.: συμβολίστηκα, μτχ.π.π.: συμβολισμένος

  1. εκφράζω με ένα σύμβολο
  2. είμαι το σύμβολο μιας ιδέας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία