Δείτε επίσης: συμβολοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /siɱ.voˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βο‐λί‐ζο‐μαι

  ΡήμαΕπεξεργασία

συμβολίζομαι, π.αόρ.: συμβολίστηκα, μτχ.π.π.: συμβολισμένος, (ενεργ.: συμβολίζω)