συμβολιστικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συμβολιστικώς < συμβολιστικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
συμβολιστικώς[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμβολιστικώς
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ συμβολιστικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)