συμβολιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβολιστικός < συμβολιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
συμβολιστικός
- που έχει σχέση με τον συμβολισμό ή τον συμβολιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- συμβολιστικά
- συμβολιστικώς
- → δείτε τις λέξεις συμβολίζω και σύμβολο
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμβολιστικός
|