συμβολικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβολικός < ελληνιστική κοινή συμβολικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική symbolique)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /simvɔliˈkɔs/
- συλλαβισμός : συμ‐βο‐λι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
συμβολικός, -ή, -ό
- που αποτελεί σύμβολο ή το χρησιμοποιεί
- που συμβολίζει, εκφράζει ή αποδεικνύει κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) συμβολική
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ασυμβολικός
- συμβολικά
- συμβολική
- συμβολικότητα
- συμβολικώς
- → δείτε τις λέξεις σύμβολο, συν και βάλλω