συμβολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβολικός (που εξηγεί με σύμβολα) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symbolique) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siɱ.vo.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βο‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
συμβολικός, -ή, -ό
- που αποτελεί σύμβολο ή το χρησιμοποιεί
- που συμβολίζει, εκφράζει ή αποδεικνύει κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε συμβολική
Αντώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σύμβολο, συν και βάλλω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συμβολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβολικός < αρχαία ελληνική σύμβολ(ον) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
συμβολικός, -ή, -ό (ελληνιστική κοινή)
- που εξηγεί με τη βοήθεια συμβόλων, αναπαραστατικός
- (Χρειάζεται επέκταση)
Πηγές επεξεργασία
- συμβολικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμβολικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.