Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμβουλευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμβουλευτικ
ός
η
συμβουλευτικ
ή
το
συμβουλευτικ
ό
γενική
του
συμβουλευτικ
ού
της
συμβουλευτικ
ής
του
συμβουλευτικ
ού
αιτιατική
τον
συμβουλευτικ
ό
τη
συμβουλευτικ
ή
το
συμβουλευτικ
ό
κλητική
συμβουλευτικ
έ
συμβουλευτικ
ή
συμβουλευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμβουλευτικ
οί
οι
συμβουλευτικ
ές
τα
συμβουλευτικ
ά
γενική
των
συμβουλευτικ
ών
των
συμβουλευτικ
ών
των
συμβουλευτικ
ών
αιτιατική
τους
συμβουλευτικ
ούς
τις
συμβουλευτικ
ές
τα
συμβουλευτικ
ά
κλητική
συμβουλευτικ
οί
συμβουλευτικ
ές
συμβουλευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμβουλευτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
συμβουλευτικός
που δίνει συμβουλές
Συνώνυμα
επεξεργασία
παραινετικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμβουλευτικός
γαλλικά
:
consultatif
(fr)