ασυμβολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυμβολικός < α- + συμβολικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siɱ.vo.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συμ‐βο‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ασυμβολικός, -ή, -ό
- που δεν χρησιμοποιεί σύμβολα ή δεν συμβολίζει κάτι
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυμβολικός
Πηγές επεξεργασία
- ασυμβολικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας