συμβολιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική symboliste < αρχαία ελληνική σύμβολον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβολιστής αρσενικό (θηλυκό: συμβολίστρια)
- (τέχνη) καλλιτέχνης (ζωγράφος, λογοτέχνης κ.λπ.) που ακολουθεί τον συμβολισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβολιστής