συμβολοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολοποιώ < σύμβολο + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symboliser)
Ρήμα
επεξεργασίασυμβολοποιώ (παθητική φωνή: συμβολοποιούμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβολοποιώ | συμβολοποιούσα | θα συμβολοποιώ | να συμβολοποιώ | συμβολοποιώντας | |
β' ενικ. | συμβολοποιείς | συμβολοποιούσες | θα συμβολοποιείς | να συμβολοποιείς | (συμβολοποίει) | |
γ' ενικ. | συμβολοποιεί | συμβολοποιούσε | θα συμβολοποιεί | να συμβολοποιεί | ||
α' πληθ. | συμβολοποιούμε | συμβολοποιούσαμε | θα συμβολοποιούμε | να συμβολοποιούμε | ||
β' πληθ. | συμβολοποιείτε | συμβολοποιούσατε | θα συμβολοποιείτε | να συμβολοποιείτε | συμβολοποιείτε | |
γ' πληθ. | συμβολοποιούν(ε) | συμβολοποιούσαν(ε) | θα συμβολοποιούν(ε) | να συμβολοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβολοποίησα | θα συμβολοποιήσω | να συμβολοποιήσω | συμβολοποιήσει | ||
β' ενικ. | συμβολοποίησες | θα συμβολοποιήσεις | να συμβολοποιήσεις | συμβολοποίησε | ||
γ' ενικ. | συμβολοποίησε | θα συμβολοποιήσει | να συμβολοποιήσει | |||
α' πληθ. | συμβολοποιήσαμε | θα συμβολοποιήσουμε | να συμβολοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | συμβολοποιήσατε | θα συμβολοποιήσετε | να συμβολοποιήσετε | συμβολοποιήστε | ||
γ' πληθ. | συμβολοποίησαν συμβολοποιήσαν(ε) |
θα συμβολοποιήσουν(ε) | να συμβολοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβολοποιήσει | είχα συμβολοποιήσει | θα έχω συμβολοποιήσει | να έχω συμβολοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμβολοποιήσει | είχες συμβολοποιήσει | θα έχεις συμβολοποιήσει | να έχεις συμβολοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμβολοποιήσει | είχε συμβολοποιήσει | θα έχει συμβολοποιήσει | να έχει συμβολοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβολοποιήσει | είχαμε συμβολοποιήσει | θα έχουμε συμβολοποιήσει | να έχουμε συμβολοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμβολοποιήσει | είχατε συμβολοποιήσει | θα έχετε συμβολοποιήσει | να έχετε συμβολοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβολοποιήσει | είχαν συμβολοποιήσει | θα έχουν συμβολοποιήσει | να έχουν συμβολοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβολοποιώ