Δείτε επίσης: θωρῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

θωρώ/θωράω, πρτ.: θωρούσα, παθ.φωνή: θωριέμαι/θωρούμαι, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό ελλειπτικό ρήμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
θωρ- 

(κυρίως λογοτεχνικά)

και

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία