χαμηλοθώρης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.mi.loˈθo.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λο‐θώ‐ρης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαμηλοθώρης αρσενικό (θηλυκό χαμηλοθώρα και χαμηλοθωρούσα)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.