Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλοβλέφαρος η χαμηλοβλέφαρη το χαμηλοβλέφαρο
      γενική του χαμηλοβλέφαρου της χαμηλοβλέφαρης του χαμηλοβλέφαρου
    αιτιατική τον χαμηλοβλέφαρο τη χαμηλοβλέφαρη το χαμηλοβλέφαρο
     κλητική χαμηλοβλέφαρε χαμηλοβλέφαρη χαμηλοβλέφαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλοβλέφαροι οι χαμηλοβλέφαρες τα χαμηλοβλέφαρα
      γενική των χαμηλοβλέφαρων των χαμηλοβλέφαρων των χαμηλοβλέφαρων
    αιτιατική τους χαμηλοβλέφαρους τις χαμηλοβλέφαρες τα χαμηλοβλέφαρα
     κλητική χαμηλοβλέφαροι χαμηλοβλέφαρες χαμηλοβλέφαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλοβλέφαρος < χαμηλο- + βλέφαρ(ο) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.mi.loˈvle.fa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λο‐βλέ‐φα‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

χαμηλοβλέφαρος, -η, -ο

  1. που έχει μισόκλειστα τα βλέφαρα
  2. που κοιτάει, χαμηλά
  3. συνώνυμο του ντροπαλός, χαμηλοθώρης και θηλυκό χαμηλοβλεπούσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)