βλέφαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλέφαρο | τα | βλέφαρα |
γενική | του | βλεφάρου & βλέφαρου |
των | βλεφάρων |
αιτιατική | το | βλέφαρο | τα | βλέφαρα |
κλητική | βλέφαρο | βλέφαρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλέφαρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βλέφαρον,[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvle.fa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλέ‐φα‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλέφαρο ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) λεπτή μεμβράνη δέρματος που καθώς κινείται καλύπτει το μάτι
- ↪ τα βλέφαρά της ήταν πρησμένα απ' το πολύ κλάμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- ρίχνω ένα βλέφαρο: ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω για λίγο.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλέφαρο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βλέφαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας