πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλέφαρο τα βλέφαρα
      γενική του βλεφάρου
& βλέφαρου
των βλεφάρων
    αιτιατική το βλέφαρο τα βλέφαρα
     κλητική βλέφαρο βλέφαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvle.fa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλέφαρο
κλειστό βλέφαρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλέφαρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ρίχνω ένα βλέφαρο: ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω για λίγο.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία