χαμηλοβλεπούσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμηλοβλεπούσα | οι | χαμηλοβλεπούσες |
γενική | της | χαμηλοβλεπούσας | — | |
αιτιατική | τη | χαμηλοβλεπούσα | τις | χαμηλοβλεπούσες |
κλητική | χαμηλοβλεπούσα | χαμηλοβλεπούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαμηλοβλεπούσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαμηλοβλεποῦσα. Μορφολογικά, χαμηλο- + βλέπ(ω) + -ούσα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.mi.lo.vleˈpu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λο‐βλε‐πού‐σα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαμηλοβλεπούσα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) για γυναίκα που χαμηλώνει το βλέμμα, κοιτά χαμηλά
- αντίστοιχο για άντρες: χαμηλοθώρης
- ≈ συνώνυμα: κατωβλεπούσα, χαμηλοθώρα, χαμηλομάτα
- (προσωνυμία) της Θεοτόκου: Χαμηλοβλεπούσα[1]
- (ειρωνικό) γυναίκα σεμνότυφη που κοιτά χαμηλά και είναι ή παριστάνει την ντροπαλή
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
που παριστάνει τη ντροπαλή
Επεξεργασία
- ↑ «χαμηλοβλεποῦσα» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.