σεμνότυφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεμνότυφος < σεμνοτυφία < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
επεξεργασίασεμνότυφος, -η, -ο
- που επιδεικνύει υπερβολική, συχνά υποκριτική, σεμνότητα και ενοχλείται όταν οι άλλοι δεν κάνουν το ίδιο