↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέθωρος η ξέθωρη το ξέθωρο
      γενική του ξέθωρου της ξέθωρης του ξέθωρου
    αιτιατική τον ξέθωρο την ξέθωρη το ξέθωρο
     κλητική ξέθωρε ξέθωρη ξέθωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέθωροι οι ξέθωρες τα ξέθωρα
      γενική των ξέθωρων των ξέθωρων των ξέθωρων
    αιτιατική τους ξέθωρους τις ξέθωρες τα ξέθωρα
     κλητική ξέθωροι ξέθωρες ξέθωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέθωρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ξέθωρος, -η, -ο

  1. που έχει χάσει την ένταση του χρώματός του, του οποίου τα χρώματα δεν είναι τόσο έντονα όσο ήταν στο παρελθόν
    ξεθωριασμένα ρούχα, ξεθωριασμένη φωτογραφία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία