ξεθωριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεθωριάζω < → λείπει η ετυμολογία
=== Ρήμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθωριάζω | ξεθώριαζα | θα ξεθωριάζω | να ξεθωριάζω | ξεθωριάζοντας | |
β' ενικ. | ξεθωριάζεις | ξεθώριαζες | θα ξεθωριάζεις | να ξεθωριάζεις | ξεθώριαζε | |
γ' ενικ. | ξεθωριάζει | ξεθώριαζε | θα ξεθωριάζει | να ξεθωριάζει | ||
α' πληθ. | ξεθωριάζουμε | ξεθωριάζαμε | θα ξεθωριάζουμε | να ξεθωριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεθωριάζετε | ξεθωριάζατε | θα ξεθωριάζετε | να ξεθωριάζετε | ξεθωριάζετε | |
γ' πληθ. | ξεθωριάζουν(ε) | ξεθώριαζαν ξεθωριάζαν(ε) |
θα ξεθωριάζουν(ε) | να ξεθωριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθώριασα | θα ξεθωριάσω | να ξεθωριάσω | ξεθωριάσει | ||
β' ενικ. | ξεθώριασες | θα ξεθωριάσεις | να ξεθωριάσεις | ξεθώριασε | ||
γ' ενικ. | ξεθώριασε | θα ξεθωριάσει | να ξεθωριάσει | |||
α' πληθ. | ξεθωριάσαμε | θα ξεθωριάσουμε | να ξεθωριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεθωριάσατε | θα ξεθωριάσετε | να ξεθωριάσετε | ξεθωριάστε | ||
γ' πληθ. | ξεθώριασαν ξεθωριάσαν(ε) |
θα ξεθωριάσουν(ε) | να ξεθωριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθωριάσει | είχα ξεθωριάσει | θα έχω ξεθωριάσει | να έχω ξεθωριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθωριάσει | είχες ξεθωριάσει | θα έχεις ξεθωριάσει | να έχεις ξεθωριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθωριάσει | είχε ξεθωριάσει | θα έχει ξεθωριάσει | να έχει ξεθωριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθωριάσει | είχαμε ξεθωριάσει | θα έχουμε ξεθωριάσει | να έχουμε ξεθωριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθωριάσει | είχατε ξεθωριάσει | θα έχετε ξεθωριάσει | να έχετε ξεθωριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθωριάσει | είχαν ξεθωριάσει | θα έχουν ξεθωριάσει | να έχουν ξεθωριάσει |
|