fade
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
fade (en)
- (αρχαϊκό) άγευστος, κοινότοπος
ΡήμαΕπεξεργασία
fade (en)
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fade | fades |
fade (fr) αρσενικό ή θηλυκό
fade (en)
fade (en)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fade | fades |
fade (fr) αρσενικό ή θηλυκό