Επίθετο

επεξεργασία

fade (en)

ενεστώτας fade
γ΄ ενικό ενεστώτα fades
αόριστος faded
παθητική μετοχή faded
ενεργητική μετοχή fading

fade (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεθωριάζω, βγαίνω, για χρώμα που έχει υποστεί αλλοίωση, όπως από τον ήλιο, με αποτέλεσμα να γίνει πιο ανοιχτό
    ⮡  material that does not fade - ύφασμα που δεν ξεθωριάζει
    ⮡  These colors don’t fade.
    Αυτά τα χρώματα δεν βγαίνουν.
  2. (αμετάβατο) περνάω, κάτι εξαφανίζεται σταδιακά
    ⮡  Her beauty/freshness faded.
    Πέρασε η ομορφιά/δροσιά της.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fade fades

fade (fr) αρσενικό ή θηλυκό