fade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfade (en)
- (αρχαϊκό) άγευστος, κοινότοπος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fades |
αόριστος | faded |
παθητική μετοχή | faded |
ενεργητική μετοχή | fading |
fade (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεθωριάζω, βγαίνω, για χρώμα που έχει υποστεί αλλοίωση, όπως από τον ήλιο, με αποτέλεσμα να γίνει πιο ανοιχτό
- ↪ material that does not fade - ύφασμα που δεν ξεθωριάζει
- ↪ These colors don’t fade.
- Αυτά τα χρώματα δεν βγαίνουν.
- (αμετάβατο) περνάω, κάτι εξαφανίζεται σταδιακά
- ↪ Her beauty/freshness faded.
- Πέρασε η ομορφιά/δροσιά της.
- ↪ Her beauty/freshness faded.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fade - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 601, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, ξεθωριάζω, περνώ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fade | fades |
fade (fr) αρσενικό ή θηλυκό