Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγευστος η άγευστη το άγευστο
      γενική του άγευστου της άγευστης του άγευστου
    αιτιατική τον άγευστο την άγευστη το άγευστο
     κλητική άγευστε άγευστη άγευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγευστοι οι άγευστες τα άγευστα
      γενική των άγευστων των άγευστων των άγευστων
    αιτιατική τους άγευστους τις άγευστες τα άγευστα
     κλητική άγευστοι άγευστες άγευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άγευστος < α- στερητικό + γεύση + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

άγευστος -η -ο

  1. που δεν έχει γεύση, δεν προκαλεί καμιά αντίδραση στο αισθητήριο της γεύσης
    το οξυγόνο είναι αέριο άχρωμο, άοσμο και άγευστο
  2. δεν έχει νοστιμιά
    το φαγητό ήταν άγευστο
  3. (μεταφ.) που δεν έχει γνώση ή εμπειρία από κάτι, ανίδεος, «άγευστος φιλοσοφίας»

  Μεταφράσεις επεξεργασία