άγευστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγευστος | η | άγευστη | το | άγευστο |
γενική | του | άγευστου | της | άγευστης | του | άγευστου |
αιτιατική | τον | άγευστο | την | άγευστη | το | άγευστο |
κλητική | άγευστε | άγευστη | άγευστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγευστοι | οι | άγευστες | τα | άγευστα |
γενική | των | άγευστων | των | άγευστων | των | άγευστων |
αιτιατική | τους | άγευστους | τις | άγευστες | τα | άγευστα |
κλητική | άγευστοι | άγευστες | άγευστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάγευστος -η -ο
- που δεν έχει γεύση, δεν προκαλεί καμιά αντίδραση στο αισθητήριο της γεύσης
- το οξυγόνο είναι αέριο άχρωμο, άοσμο και άγευστο
- δεν έχει νοστιμιά
- το φαγητό ήταν άγευστο
- (μεταφ.) που δεν έχει γνώση ή εμπειρία από κάτι, ανίδεος, «άγευστος φιλοσοφίας»