Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός tasteless
συγκριτικός more tasteless
υπερθετικός most tasteless

  Ετυμολογία επεξεργασία

tasteless < taste + -less

  Επίθετο επεξεργασία

tasteless (en)

  1. άγευστος, άνοστος, ανούσιος, που έχει ελάχιστη γεύση ή δεν έχει γεύση
    The food in the canteen is bland and tasteless.
    Το φαγητό στην καντίνα είναι ανούσιο και άγευστο.
    Throw some more salt on the food, because it seems tasteless to me.
    Ρίξε κι άλλο αλάτι στο φαγητό, γιατί μου φαίνεται άνοστο.
    tasteless food - ανούσιο φαγητό
     συνώνυμα:  bland και flavorless
  2. κακόγουστος, άνοστος, προσβλητικό και ακατάλληλο
    a tasteless joke - κακόγουστο αστείο
    a tasteless prank - κακόγουστη φάρσα
    tasteless speech/jokes - άνοστα λόγια/αστεία
    tasteless behavior - άνοστο φέρσιμο
  3. κακόγουστος, ακαλαίσθητος, που δείχνει έλλειψη ικανότητας να επιλέγουν πράγματα που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως ελκυστικά και καλής ποιότητας
    tasteless decoration - κακόγουστη διακόσμηση
    a pompous, tasteless style - πομπώδες, ακαλαίσθητο ύφος
    The furniture is expensive but tasteless.
    Η επίπλωση είναι ακριβής αλλά ακαλαίσθητη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gaudy

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία